ξεκαθάρισμα

ξεκαθάρισμα
το
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαθαρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεκαθάρισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαθαρίζω, αποσαφήνιση, τακτοποίηση, διευθέτηση: Το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών θα γίνεται κάθε μήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακάθαρση — η (Α ἀνακάθαρσις) [ἀνακαθαίρω] το εκ νέου ή πλήρες καθάρισμα, ξεκαθάρισμα αρχ. καθάρισμα τού στομαχιού με εμετό …   Dictionary of Greek

  • ανακαθάρισμα — το και σμός, ο [ανακαθαρίζω] 1. πλήρες, τέλειο καθάρισμα, ξεκαθάρισμα 2. το εκ νέου καθάρισμα, ξανακαθάρισμα …   Dictionary of Greek

  • απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… …   Dictionary of Greek

  • καθάρισις — καθάρισις, ἡ (AM) [καθαρίζω] μσν. λύση κάποιου ζητήματος, ξεκαθάρισμα αρχ. κάθαρση («καθάρισις ἁμαρτιών») …   Dictionary of Greek

  • καθαρισμός — ο (AM καθαρισμός) [καθαρίζω] νεοελλ. μσν. καθάρισμα* μσν. διασάφηση, ξεκαθάρισμα αρχ. καθαρμός, εξαγνισμός …   Dictionary of Greek

  • ξεδιάλυμα — το [ξεδιαλύνω] 1. ξεκαθάρισμα 2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση 3. (για όνειρα) επαλήθευση τής ερμηνείας …   Dictionary of Greek

  • Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… …   Dictionary of Greek

  • αποσαφηνίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάτι σαφές, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω: Η πολιτική κατάσταση θα αποσαφηνιστεί μετά τις προσεχείς εκλογές. Ουσ. αποσαφήνιση, η διευκρίνιση, ξεκαθάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλεύκανση — η η αποσαφήνιση, η εξιχνίαση, το ξεκαθάρισμα: Θα προσφύγει στα δικαστήρια, για τη διαλεύκανση των φορολογικών του υποθέσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”